Γάλα - significado y definición. Qué es Γάλα
Diclib.com
Diccionario ChatGPT
Ingrese una palabra o frase en cualquier idioma 👆
Idioma:

Traducción y análisis de palabras por inteligencia artificial ChatGPT

En esta página puede obtener un análisis detallado de una palabra o frase, producido utilizando la mejor tecnología de inteligencia artificial hasta la fecha:

  • cómo se usa la palabra
  • frecuencia de uso
  • se utiliza con más frecuencia en el habla oral o escrita
  • opciones de traducción
  • ejemplos de uso (varias frases con traducción)
  • etimología

Qué (quién) es Γάλα - definición


Γάλα         
Το γάλα είναι θρεπτικό, λευκό ή ελαφρώς κιτρινωπό υγρό, που αποτελεί βιολογικό έκκριμα των μαστών των θηλαστικών, συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπινου είδους, που προορίζεται για τη διατροφή των νεογνών τους. Η δια του θηλασμού απ΄ ευθείας μεταφορά του γάλακτος από τους μαστούς στο πεπτικό σύστημα των νεογνών αποτελεί το μικρότερο κύκλωμα παραγωγής - κατανάλωσης που σημειώνεται στη Φύση.
Γάλα καρύδας         
Το γάλα καρύδας είναι ένα αδιαφανές, γαλακτώδες λευκό υγρό που εξάγεται από τον τριμμένο πολτό ώριμων καρύδων. Το γάλα αυτό έχει παχιά σύσταση και πλούσια, κρεμώδη υφή.
Μητρικό γάλα         
  • Ένα βρέφος που θηλάζεται
Μητρικό γάλα είναι το γάλα που παράγεται από το στήθος της γυναίκας κατά το θηλασμό του βρέφους. Είναι η ιδανική τροφή για το βρέφος, γνωστό και ως λόγω της σπουδαιότητας που έχει για τον ανθρώπινο οργανισμό. Η σύστασή του μεταβάλλεται ανάλογα με τις ανάγκες του βρέφους, ηλικιακές και αναπτυξιακές. Μάλιστα, αλλάζει ακόμη και κατά τη διάρκεια του θηλασμού.